- οικότυπος
- οβιολ. πληθυσμός φυτών ή ζώων ενός είδους, προσαρμοσμένος σε ένα συγκεκριμένο φυσικό και βιολογικό περιβάλλον έπειτα από παρατεταμένη φυσική επιλογή.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ecotype (< οίκος + τύπος)].
Dictionary of Greek. 2013.